Ουροθηλιακός Καρκίνος Ανωτέρου Ουροποιητικού

Ένα πλήρες άρθρο για τις νεώτερες εξελίξεις στην διάγνωση και θεραπεία του ουροθηλιακού καρκίνου ανωτέρου ουροποιητικού δηλαδή του καρκίνου της νεφρικής πυέλου και του ουρητήρα απόν τον Δρ. Μ. Καραβιτάκη

ΓΕΝΙΚΑ
  • με τον όρο ουροθηλιακό καρκίνο ανωτέρου ουροποιητικού εννοούμε τον καρκίνο του ουρητήρα κα της νεφρικής πυέλου
  • σχετικά σπάνιος καρκίνος
  • κυριότερος παράγοντας εμφάνισης του είναι το κάπνισμα και η έκθεση σε καρκινογόνες ουσίες
  • συχνότερο σύμπτωμα είναι η μακροσκοπική αιματουρία

Τι είναι ο ουροθηλιακός καρκίνος ανωτέρου ουροποιητικού;

Ο ουροθηλιακός καρκίνος ανωτέρου ουροποιητικού αποτελεί μια ενιαία παθολογική οντότητα που συμπεριλαμβάνει τις περιπτώσεις καρκίνου της νεφρικής πυέλου και του ουρητήρα.

Η νεφρική πύελος (με πράσινο στην εικόνα) είναι η κοιλότητα που βρίσκεται μέσα στο νεφρό και που σκοπό έχει να συλλέγει τα ούρα που παράγονται από τον νεφρό και να τα μεταφέρει στον ουρητήρα δηλαδή στο σωληνάκι που ενώνει το νεφρό με την ουροδόχο κύστη.

Ο λόγος για τον οποίο ο καρκίνος του ουρητήρα και της νεφρικής πυέλου συμπεριλαμβάνονται στην ίδια παθολογική ομάδα είναι διότι η νεφρική πύελος και ο ουρητήρας συμπεριφέρονται σαν ένα ενιαίο όργανο.

Πόσο συχνός είναι ο καρκίνος της νεφρικής πυέλου και του ουρητήρα;

Ο ουροθηλιακός καρκίνος ανωτέρου ουροποιητικού αποτελεί σημαντική μορφή καρκίνου του ουροποιητικού συστήματος, αλλά η συχνότητά του διαφέρει ανάμεσα στις χώρες και τις περιοχές. Σε παγκόσμιο επίπεδο, ο ουροθηλιακός καρκίνος αποτελεί τον πέμπτο πιο συνηθισμένο καρκίνο του ουροποιητικού συστήματος. Συγκεκριμένα, η εκτίμηση της συχνότητας του καρκίνου της νεφρικής πυέλου είναι δύσκολη λόγω της σπανιότητάς του. Σε γενικές γραμμές, αντιπροσωπευτικές μελέτες δείχνουν ότι αυτή η μορφή καρκίνου αποτελεί πολύ λιγότερο από το 10% των καρκινικών περιπτώσεων που επηρεάζουν τα νεφρά. Όσο αφορά τον καρκίνο του ουρητήρα, από επιδημιολογικές μελέτες, προκύπτει ότιαποτελεί λιγότερο από το 5% των καρκινικών περιπτώσεων που αφορούν το ουροποιητικό σύστημα. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι η συχνότητα μπορεί να διαφέρει ανάλογα με το φύλο, την ηλικία και τους περιβαλλοντικούς παράγοντες. Γενικά, ο καρκίνος του ουρητήρα είναι πιο συχνός σε άνδρες παρά σε γυναίκες, και παρουσιάζεται συνήθως σε άτομα άνω των 40 ετών.

Η συχνότητα του ουροθηλιακού καρκίνου επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες, όπως η γεωγραφική περιοχή, η ηλικία, το φύλο και οι περιβαλλοντικοί παράγοντες. Υπάρχουν περισσότερα αναφορές για υψηλότερη συχνότητα σε ανεπτυγμένες χώρες, ενώ η συχνότητα φαίνεται να είναι χαμηλότερη σε αναπτυσσόμενες χώρες.

Συνολικά, ο ουροθηλιακός καρκίνος ανωτέρου ουροποιητικού αποτελεί σημαντική υγειονομική πρόκληση με παγκόσμια επίπτωση, και η πρόληψη, η πρώιμη διάγνωση και η αντιμετώπιση αποτελούν ζωτικής σημασίας πτυχές για την αντιμετώπιση αυτής της ασθένειας.

Ποιά είναι τα συμπτώματα του ουροθηλιακού καρκίνου ανωτέρου ουροποιητικού;

Ο ουροθηλιακός καρκίνος ανωτέρου ουροποιητικού μπορεί να παρουσιάζει διάφορα συμπτώματα, τα οποία μπορούν να είναι ανησυχητικά και πρέπει να εκτιμηθούν από ιατρό. Ορισμένα από τα συμπτώματα που μπορεί να παρουσιαστούν είναι:

  1. Αιματουρία: Είναι η παρουσία αίματος στα ούρα. Μπορεί να είναι ορατή (μακροσκοπική αιματουρία) ή μικρής ποσότητας και να ανιχνεύεται μόνο με εξετάσεις (μικροσκοπική αιματουρία).
  2. Συχνοουρία: Αυξημένη συχνότητα ούρησης.
  3. Δυσουρία: Δυσκολία και πόνος κατά την ούρηση.
  4. Πυελικός πόνος: Πόνος στην περιοχή της κάτω κοιλίας.

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι αυτά τα συμπτώματα δεν είναι αποκλειστικά συμπτώματα ουροθηλιακού καρκίνου και μπορεί να οφείλονται σε άλλες παθήσεις. Τα παραπάνω συμπτώματα όμως απαιτούν αξιολόγηση από ιατρό προκειμένου να διερευνηθεί η αιτία τους και να διερευνηθεί η πιθανότητα καρκίνου.

Αιματουρία

Η αιματουρία είναι η παρουσία αίματος στα ούρα. Το αίμα μπορεί να είναι ορατό στο ούρα (μακροσκοπική αιματουρία) ή να ανιχνεύεται μόνο με εξετάσεις (μικροσκοπική αιματουρία). Η αιματουρία μπορεί να έχει ποικίλες αιτίες και θα πρέπει πάντα να διερευνάται η αιτιολογία της.

Τι είναι η αιματουρία, ποιες είναι οι κυριότερες αιτίες της και τι πρέπει να κάνουμε όταν εμφανιστεί;

Η αιματουρία είναι η παρουσία αίματος στα ούρα και μπορεί να είναι ορατή με γυμνό μάτι (μακροσκοπική αιματουρία) ή να ανιχνεύεται μόνο με εξετάσεις (μικροσκοπική αιματουρία). Αποτελεί ένα σημαντικό σύμπτωμα που μπορεί να υποδείξει σοβαρά προβλήματα στο ουροποιητικό σύστημα.

Οι αιτίες της αιματουρίας μπορεί να είναι ποικίλες και να περιλαμβάνουν:

  1. Ουρολοίμωξη: Η λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος, όπως η κυστίτιδα, μπορεί να προκαλέσει αιματουρία.
  2. Νεφρικές παθήσεις: Νεφρίτιδες, νεφρικές κύστες ή άλλες νεφρικές παθήσεις μπορούν να προκαλέσουν αιματουρία.
  3. Ουρητηρικοί λίθοι: Η παρουσία λίθων στον ουρητήρα μπορεί να προκαλέσει τραυματισμό και αιματουρία.
  4. Καρκίνος του ουροποιητικού συστήματος: Ορισμένες μορφές καρκίνου, όπως ο καρκίνος της ουρήθρας, του ουρητήρα, των νεφρών ή της μήτρας, μπορούν να προκαλέσουν αιματουρία.
  5. Πυελονεφρίτιδα: Η πυελονεφρίτιδα, είναι η  λοίμωξη των νεφρών.
  6. Τραύματα: Τραύματα στο ουροποιητικό σύστημα, όπως ατυχήματα ή χειρουργικές επεμβάσεις, μπορούν επίσης να οδηγήσουν σε αιματουρία.
  7. Φαρμακευτική αιματουρία: Ορισμένα φάρμακα, όπως τα αντιπηκτικά και  μπορούν να προκαλέσουν αιματουρία.
  8. Γενετικές παθήσεις: Ορισμένες γενετικές παθήσεις, όπως η σύνδρομο Alport, μπορούν να συνδέονται με αιματουρία.

Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η αιματουρία μπορεί να οφείλεται και σε άλλες αιτίες που δεν αναφέρονται εδώ. Οι παραπάνω αιτίες είναι μερικές από τις συνηθέστερες αιτίες αιματουρίας και η ακριβής αιτία πρέπει να εκτιμηθεί από ιατρό με βάση την ανάλυση των συμπτωμάτων, το ιστορικό του ασθενούς και επιπλέον εξετάσεις όπως αιματολογικές εξετάσεις, απεικονιστικές και ενδοσκοπικές εξετάσεις.

Εικόνα αιματουρίας

Ποιες άλλες παθήσεις, εκτός από τον ουροθηλιακο καρκίνο ανωτέρου ουροποιητικού μπορεί να προκαλέσουν συχνουρία;

Η συχνουρία αναφέρεται στην αυξημένη συχνότητα ούρησης, δηλαδή την ανάγκη για συχνές επισκέψεις στην τουαλέτα για ούρηση. Είθισται να θεωρείται συχνουρία , όταν η συχνότητα ούρησης είναι πάνω από 8 φορές την ημέρα. Πέραν του ουροθηλιακού καρκίνου ανωτέρου ουροποιητικού, υπάρχουν πολλές αιτίες συχνουρίας ορισμένες από τις συνηθέστερες περιλαμβάνουν:

  1. Υπερπλασία προστάτη: η υπερπλασία προστάτου πολλές φορές μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένη συχνότητα ούρησης κυρίως όταν η ουροδόχος κύστη δεν αδειάζει επαρκώς μετά την ούρηση.
  2. Ουρολοίμωξη: Η λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος, όπως η κυστίτιδα, μπορεί να προκαλέσει συχνουρία.
  3. Διαβήτης: Οι άνθρωποι με διαβήτη μπορεί να εμφανίζουν συχνουρία λόγω της υπεργλυκαιμίας.
  4. Ουρητηρικοί λίθοι: Η παρουσία λίθων στον ουρητήρα μπορεί να προκαλέσει συχνουρία, καθώς ερεθίζουν τον ουρητήρα και προκαλούν αυξημένη επιθυμία για ούρηση.
  5. Κατανάλωση υπερβολικής ποσότητας υγρών: Η υπερβολική κατανάλωση υγρών, ειδικά πριν τον ύπνο, μπορεί να οδηγήσει σε συχνές επισκέψεις στην τουαλέτα για ούρηση.
  6. Αυξημένη κατανάλωση καφεΐνης ή αλκοόλ: Η καφεΐνη και το αλκοόλ μπορεί να διεγείρουν τον ουροποιητικό σύστημα και να προκαλέσουν συχνουρία.
  7. Υπερλειτουργική κύστη: η υπερλειτουργική ούρηση είναι μια πάθηση της ουροδόχου κύστης  που σχετίζεται με αυξημένη επιθυμία για ούρηση
  8. Φυσιολογική συχνουρία: Σε ορισμένες περιπτώσεις, η συχνουρία μπορεί να μην σχετίζεται με κάποια παθολογική κατάσταση και να είναι μια φυσιολογική συνήθεια του ατόμου.

Αυτές είναι μερικές από τις κύριες αιτίες συχνουρίας. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η ακριβής αιτία πρέπει να εκτιμηθεί από ιατρό, καθώς μπορεί να υπάρχουν τόσο κακοήθεις όσο και καλοήθεις παθήσεις που να οδηγούν σε συχνουρία.

Ποιος κινδυνεύει περισσότερο να εμφανίσει ουροθηλιακό καρκίνο ανώτερου ουροποιητικού; ποιοι είναι οι παράγοντες κινδύνου;

Υπάρχουν αρκετοί παράγοντες κινδύνου που μπορούν να αυξήσουν την πιθανότητα εμφάνισης του ουροθηλιακού καρκίνου του ανώτερου ουροποιητικού συστήματος (UTUC). Αυτοί περιλαμβάνουν:

1. Κάπνισμα: Το κάπνισμα είναι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες κινδύνου για το UTUC.

2. Έκθεση σε ορισμένα χημικά: Οι άνθρωποι που εκτίθενται σε ορισμένα χημικά, όπως αυτά που χρησιμοποιούνται στην κατασκευή βαφών, ελαστικών, υφασμάτων και δέρματος, έχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης UTUC.

3. Χρόνια φλεγμονή της ουροδόχου κύστης: Οι άνθρωποι με ιστορικό χρόνιας φλεγμονής ή λοιμώξεων της κύστης μπορεί να έχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης UTUC.

4. Προσωπικό ή οικογενειακό ιστορικό καρκίνου της ουροδόχου κύστης: Οι άνθρωποι που έχουν οι ίδιοι ιστορικό καρκίνου της ουροδόχου κύστης ή οι οποίοι έχουν κάποιο συγγενή με καρκίνο της ουροδόχου κύστης μπορεί να έχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης UTUC.

5. Γενετικές μεταλλάξεις: Ορισμένες γενετικές μεταλλάξεις, όπως αυτές που σχετίζονται με το σύνδρομο Lynch, μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο εμφάνισης UTUC.

6. Νεφρική νόσος: Οι άνθρωποι με ορισμένους τύπους νεφρικής νόσου, όπως οι ασθενείς με μεταμοσχευμένο νεφρό, μπορεί να έχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης UTUC.

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η ύπαρξη ενός ή περισσότερων από αυτούς τους παράγοντες κινδύνου δεν σημαίνει απαραίτητα ότι ένα άτομο θα αναπτύξει UTUC, και πολλοί άνθρωποι με UTUC δεν έχουν γνωστούς παράγοντες κινδύνου.

ΔΙΑΓΝΩΣΗ

Η διάγνωση του ουροθηλιακού καρκίνου ανωτέρου ουροποιητικού βασίζεται στις ακόλουθες εξετάσεις:

  • λήψη ιστορικού και φυσική εξέταση
  • εξετάσεις ούρων
  • κυτταρολογική εξέταση ούρων
  • καρκινικοί δείκτες
  • απεικονιστικές εξετάσεις (υπερηχοτομογραφία νεφρών ουροδόχου κύστης, αξονική ουρογραφία, μαγνητική ουρογραφία)
  • ενδοσκοπικές διαγνωστικές εξετάσεις (κυστεοσκόπηση, ουρητηροσκόπηση)

Μετά από κάθε διάγνωση ουροθηλιακού καρκίνου ανώτερου ουροποιητικού ακολουθεί η σταδιοποίηση και ο θεραπευτικός σχεδιασμός.

Πως γίνεται η διάγνωση του ουροθηλιακού καρκίνου ανωτέρου ουροποιητικού;

Η διάγνωση του ουροθηλιακού καρκίνου του ανώτερου ουροθηλιακού συστήματος (UTUC), που περιλαμβάνει τον καρκίνο της νεφρικής πυέλου και του καρκίνου του ουρητήρα, περιλαμβάνει τα ακόλουθα βήματα:

  1. Ιατρικό Ιστορικό και Φυσική Εξέταση: Αποτελεί το πρώτο βήμα όπου ο γιατρός θα συλλέξει πληροφορίες για το ιατρικό ιστορικό του ασθενούς, συμπεριλαμβανομένων των συμπτωμάτων, του τρόπου ζωής και των προηγούμενων παθήσεων.
  2. Ουρολογικές Εξετάσεις: Με την γενική εξέταση ούρων διερευνάται η παρουσία αίματος  στα ούρα (αιματουρία), το οποίο είναι ένα κοινό σύμπτωμα του UTUC.
  3. Κυτταρολογική εξέταση ούρων: Σε αυτήν την εξέταση, ένα δείγμα ούρων εξετάζεται κάτω από το μικροσκόπιο για να ελεγχθεί πιθανή παρουσία καρκινικών κυττάρων.
  4. Καρκινικοί δείκτες: Σε ορισμένες περιπτώσεις UTUC  μπορεί να παρατηρούνται υψηλότερες ποσότητες ορισμένων πρωτεινών στα ούρα όπως το NMP22 και το FISH (fluorescence in situ hybridization) test.
  5. Απεικονιστικές Εξετάσεις: Περιλαμβάνουν την αξονική ουρογραφία, την μαγνητική τομογραφία (MRI) και την ενδοφλέβια πυελογραφία οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την λεπτομερή απεικόνιση του ουροποιητικού συστήματος.
  6. Ενδοσκοπικές διαγνωστικές εξετάσεις όπως κυστεοσκόπηση και ουρητηροσκόπηση:  Αυτές οι εξετάσεις γίνονται μέσω λεπτών, εύκαμπτων εργαλείων που εισέρχονται μέσω της ουρήθρας τόσο στην ουροδόχο κύστη (κυστεοσκόπηση) όσο και στους ουρητήρες και τα νεφρά (ουρητηροσκόπηση) για την απεικόνιση των όγκων αν υπάρχουν.
  7. Βιοψία: Η βιοψία είναι η λήψη μικρού δείγματος ιστού από μια ύποπτη για κακοήθεια περιοχή, συνήθως κατά τη διάρκεια της ουρητηροσκόπησης ή της κυστεοσκόπησης. Αυτό το δείγμα στη συνέχεια αναλύεται κάτω από ένα μικροσκόπιο από ένα ειδικό γιατρό που ονομάζεται παθολογοανατόμος για να επιβεβαιωθεί ή να αποκλείσει την παρουσία καρκινικών περιοχών.

Τι είναι η κυτταρολογική εξέταση ούρων;

Η κυτταρολογική εξέταση ούρων είναι μια διαγνωστική εξέταση που περιλαμβάνει την εξέταση κυττάρων από το ούρο κάτω από το μικροσκόπιο για την ανίχνευση κυτταρολογικών ανωμαλιών ή άλλων ενδείξεων για κάποιες ασθένειες. Χρησιμοποιείται κυρίως για τον έλεγχο και τη διάγνωση λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος, του καρκίνου της ουροδόχου κύστης, του καρκίνου του ουρητήρα και της νεφρικής πυέλου καθώς και άλλων παθήσεων του ουροποιητικού συστήματος.

Η κυτταρολογική εξέταση ούρων περιλαμβάνει αρχικά την συλλογή δείγματος ούρων από τον ασθενή. Το δείγμα υποβάλλεται σε επεξεργασία στο εργαστήριο, όπου τα κύτταρα απομονώνονται και τοποθετούνται σε ένα φίλτρο ή ένα φιαλίδιο. Το φίλτρο ή το φιαλίδιο χρωματίζεται για να ενισχυθούν οι κυτταρικές δομές και να γίνουν ευκολότερα ορατές.

Ένας ειδικός κυτταρολόγος εξετάζει τα χρωματισμένα κύτταρα υπό μικροσκόπιο. Αναζητούνται αλλαγές στο μέγεθος, το σχήμα και τη δομή των κυττάρων, καθώς και η παρουσία ανώμαλων ή καρκινικών κυττάρων. Ο κυτταρολόγος αναλύει τα κύτταρα και τα κατατάσσει ως φυσιολογικά, ύποπτα ή ανώμαλα.

Η κυτταρολογική εξέταση ούρων χρησιμοποιείται συχνά σε συνδυασμό με άλλες διαγνωστικές εξετάσεις, όπως η κυστεοσκόπηση και άλλες απεικονιστικές εξετάσεις, για την αξιολόγηση και την παρακολούθηση παθήσεων του ουροποιητικού συστήματος. Μπορεί να βοηθήσει στην ανίχνευση καρκίνου της ουροδόχου κύστης, του ουρητήρα και της νεφρικής πυέλου σε πρώιμα στάδια ή στην παρακολούθηση της  θεραπείας τους.

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η κυτταρολογική εξέταση ούρων έχει κάποιους περιορισμούς. Για παράδειγμα μπορεί να μην ανιχνεύσει πάντα χαμηλού βαθμού καρκίνο. Είναι δυνατόν να υπάρξουν ψευδώς αρνητικά ή ψευδώς θετικά αποτελέσματα. Επομένως, συνήθως απαιτούνται επιπλέον εξετάσεις και κλινική αξιολόγηση για την επιβεβαίωση της διάγνωσης.

Ποιοι είναι οι καρκινικοί δείκτες που χρησιμοποιούνται στον καρκίνο του ουρητήρα και της νεφρικής πυέλου;

Η διάγνωση του καρκίνου του ουρητήρα και της νεφρικής πυέλου παραδοσιακά βασίζεται σε ενδοσκοπικές και απεικονιστικές μεθόδους.  Ωστόσο, αυτές οι μέθοδοι μπορεί να έχουν περιορισμούς όσον αφορά την ευαισθησία και την ειδικότητα διάγνωσης καρκίνου . Τα τελευταία χρόνια ερευνητές έχουν μελετήσει αρκετούς βιοδείκτες που θα μπορούσαν ενδεχομένως να βοηθήσουν στη διάγνωση και διαχείριση των ασθενών με ουροθηλιακό καρκίνο ανωτέρου ουροποιητικού.  Παρακάτω παρατίθενται παραδείγματα βιοδεικτών που έχουν μελετηθεί:

  1. UroVysion™: Το UroVysion™ είναι ένα τεστ βασισμένο στην μέθοδο φθορισμού στα  ούρα(FISH) που ανιχνεύει χρωμοσωμικές ανωμαλίες που συνδέονται με τον καρκίνο της ουροδόχου κύστης, του ουρητήρα και της νεφρικής πυέλου. Μπορεί να ανιχνεύσει συγκεκριμένες γενετικές αλλαγές και ανωμαλίες σε δείγματα ούρων, βελτιώνοντας πιθανώς την ευαισθησία στην ανίχνευση του UTUC.
  2. NMP22: Το NMP22 είναι ένα πρωτεϊνικό προϊόν του πυρήνα που χρησιμοποιείται μερικές φορές ως δείκτης στα ούρα για τον καρκίνο της ουροδόχου κύστης. Μελέτες έχουν εξετάσει την πιθανή χρήση του στη διάγνωση του ουροθηλιακού καρκίνου ανωτέρου ουροποιητικού, αλλά απαιτείται περαιτέρω έρευνα για να επιβεβαιωθεί η ακριβής  αποτελεσματικότητά.
  3. FGFR3: Ο δέκτης Fibroblast Growth Factor Receptor 3 (FGFR3) είναι μια γενετική μετάλλαξη που συνδέεται συχνά με τον καρκίνο της κύστης. Έχει επίσης ανακαλυφθεί σε περιπτώσεις ουροθηλιακού καρκίνου ανωτέρου ουροποιητικού. Ο έλεγχος για μεταλλάξεις FGFR3 μπορεί να βοηθήσει στη διάγνωση και την κατηγοριοποίηση του ουροθηλιακού καρκίνου ανωτέρου ουροποιητικού, αλλά απαιτούνται περαιτέρω μελέτες για να καθιερωθεί η κλινική του χρησιμότητα.
  4. microRNA: Τα microRNA είναι μικρά μόρια RNA που ρυθμίζουν την έκφραση των γονιδίων. Υπάρχουν ενδείξεις ότι μπορεί να χρησιμοποιηθούν ως πιθανοί βιοδείκτες για διάφορους καρκίνους συμπεριλαμβανομένου του UTUC.

Σημειώνεται ότι, παρόλο που αυτοί οι δείκτες εμφανίζουν πιθανότητες, ενδέχεται να μην χρησιμοποιούνται ακόμη συνήθως στην κλινική πρακτική. Απαιτούνται περαιτέρω έρευνα για να τεκμηριωθεί η ακρίβειά τους, η αξιοπιστία τους και η κλινική τους χρησιμότητα ειδικά για τη διάγνωση του καρκίνου του ουρητήρα και της νεφρικής πυέλου.

Τι είναι η ουρητηροσκόπηση;

Η ουρητηροσκόπηση είναι μια διαγνωστική και ενίοτε θεραπευτική ιατρική πράξη που χρησιμοποιείται για την οπτική απεικόνιση και θεραπεία του εσωτερικού του ουρητήρα, που είναι ο σωλήνας που συνδέει τους νεφρούς με την ουροδόχο κύστη. Περιλαμβάνει τη χρήση ενός λεπτού, ευέλικτου οργάνου που ονομάζεται ουρητηροσκόπιο, το οποίο εισάγεται μέσω της ουρήθρας και προχωράει στην ουροδόχο κύστη και τον ουρητήρα.

Το ουρητηροσκόπιο είναι εξοπλισμένο με μια πηγή φωτός και  μια κάμερα που επιτρέπουν στον ουρολόγο να δει το εσωτερικό του ουρητήρα μέσω μιας οθόνης με την οποία είναι συνδεδεμένο το ουρητηροσκόπιο. Αυτό παρέχει λεπτομερείς εικόνες του εσωτερικού του ουρητήρα, επιτρέποντας την εντόπιση διαφόρων παθήσεων όπως είναι οι λίθοι, όγκοι ή στενώματα του ουρητήρα.

Εκτός από την οπτική παρατήρηση, η ουρητηροσκόπηση μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για θεραπευτικούς σκοπούς. Ειδικά εργαλεία μπορούν να διεισδύσουν μέσω του ουρητηροσκοπίου για την πραγματοποίηση διάφορων ιατρικών πράξεων, όπως είναι η αφαίρεση λίθων νεφρού ή του ουρητήρα, η διάταση στενωτικών περιοχών ή η λήψη βιοψιών για περαιτέρω εξέταση.

Η ουρητηροσκόπηση συνήθως πραγματοποιείται υπό γενική ή τοπική αναισθησία, ανάλογα με την πολυπλοκότητα της πράξης και την άνεση του ασθενούς. Θεωρείται μια ελάχιστα επεμβατική διαδικασία, αφού αποφεύγει την ανάγκη για χειρουργικές τομές και συνδέεται με ελάχιστες ουλές και μικρότερο χρόνο ανάρρωσης σε σχέση με την παραδοσιακή ανοιχτή χειρουργική.

Τι είναι η αξονική ουρογραφία;

Η αξονική ουρογραφία είναι μια διαγνωστική εξέταση που χρησιμοποιείται για την απεικόνιση του ουροποιητικού συστήματος. Παρέχει λεπτομερείς εικόνες των νεφρών, των ουρητήρων και της ουροδόχου κύστης, επιτρέποντας την οπτικοποίηση και αξιολόγηση οποιωνδήποτε ανωμαλιών ή καταστάσεων που επηρεάζουν αυτά τα όργανα.

Κατά τη διάρκεια της αξονικής ουρογραφίας, χορηγείται μια σκιαγραφική ουσία μέσω της φλέβας για να ενισχυθεί η ορατότητα των δομών του ουροποιητικού συστήματος. Η σκιαγραφική ουσία βοηθά στην επισήμανση του ουροποιητικού συστήματος και παρέχει καλύτερη διάκριση μεταξύ φυσιολογικών και ανωμαλών ιστών. Έτσι επιτρέπει στον ακτινολόγο να ανιχνεύσει οποιαδήποτε αποφράξεις, όγκους, λίθους ή άλλες ανωμαλίες που μπορεί να επηρεάζουν το ουροποιητικό σύστημα.

Η αξονική ουρογραφία μπορεί να παράσχει συνολικές πληροφορίες σχετικά με το ουροποιητικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένων του μεγέθους, του σχήματος και της θέσης των νεφρών και της ουροδόχου κύστης, καθώς και της βατότητας των ουρητήρων. Συνήθως χρησιμοποιείται για τη διάγνωση διαφόρων παθήσεων του ουροποιητικού συστήματος όπως οι λίθοι των νεφρών, οι λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος, οι όγκοι, οι συγγενείς  ανωμαλίες και άλλες παθήσεις του ουροποιητικού συστήματος.

Η εξέταση περιλαμβάνει την τοποθέτηση του ασθενούς σε ένα εξεταστικό κρεβάτι που εισέρχεται σε ένα μηχάνημα αξονικής τομογραφίας. Χρησιμοποιούνται ακτίνες Χ  για την απόκτηση  εικόνων του ουροποιητικού συστήματος, οι οποίες στη συνέχεια ανακατασκευάζονται σε λεπτομερείς τρισδιάστατες εικόνες. Η ολόκληρη διαδικασία συνήθως διαρκεί περίπου 30 λεπτά έως 1 ώρα.

Η αξονική ουρογραφία  αποτελεί ένα αξιόλογο εργαλείο για τη διάγνωση και αξιολόγηση διάφορων παθήσεων του ουροποιητικού συστήματος. Παρέχει λεπτομερείς ανατομικές πληροφορίες και μπορεί να βοηθήσει στην καθοδήγηση περαιτέρω διαγνωστικών ή θεραπευτικών παρεμβάσεων. Ωστόσο, περιλαμβάνει έκθεση σε ακτινοβολία και επομένως είναι σημαντικό να λαμβάνονται υπόψη οι πιθανοί κίνδυνοι σε κάθε περίπτωση.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ

Η θεραπεία του ουροθηλιακού καρκίνου του ανώτερου ουροποιητικού συστήματος εξαρτάται από

  • την θέση (νεφρική πύελος ή ουρητήρας)
  • την έκταση του όγκου
  • την γενική κατάσταση του ασθενούς

και μπορεί να περιλαμβάνει

  • ενδοσκοπική αφαίρεση του όγκου
  • χειρουργική ριζική αφαίρεση του νεφρού και του ουρητήρα (νεφροουρητηρεκτομή)
  • χειρουργική μερική αφαίρεση του ουρητήρα (τμηματική ουρητηρεκτομή)
  • χημειοθεραπεία (ωσ συνδυαστική θεραεπεία πριν ή μετά την χειρουργική επέμβαση ή ως αποκλειστική θεραπεία σε περιπτώσεις μεταστατικής νόσου)
  • ανοσοθεραπεία
  • στοχευμένη θεραπεία
  • ακτινοθεραπεία

Η χειρουργική επέμβαση μπορεί να γίνει

  • με την ανοιχτή μέθοδο
  • με την λαπαροσκοπική μέθοδο
  • με την λαπαροσκοπική ρομποτικά υποβοηθούμενη (ρομποτική μέθοδο)

Ποια είναι η θεραπεία του ουροθηλιακού καρκίνου ανωτέρου ουροποιητικού;

Οι θεραπευτικές επιλογές για τον ουροθηλιακό καρκίνο ανωτέρου ουροποιητικού εξαρτώνται από διάφορους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένου του σταδίου του καρκίνου, της θέσης και του μεγέθους του όγκου και της συνολικής γενικής κατάστασης του ασθενούς. Οι πιο συνηθισμένες θεραπευτικές επιλογές περιλαμβάνουν:

  1. Χειρουργική επέμβαση: Η χειρουργική επέμβαση είναι η κύρια θεραπεία για το καρκίνο της νεφρικής πυέλου και του ουρητήρα και μπορεί να περιλαμβάνει την αφαίρεση του  νεφρού και του ουρητήρα (νεφρουρητερεκτομή). Σε ορισμένες περιπτώσεις καρκίνου του ουρητήρα  είτε λόγω μεγέθους (μικρός όγκος) είτε λόγω άλλων καταστάσεων (ασθενής με ένα μόνο νεφρό ή όγκοι και στους δύο νεφρούς) επιβάλλεται ή προτιμάται η αφαίρεση μόνο του τμήματος του ουρητήρα με τον όγκο και η διατήρηση του υπόλοιπου ουρητήρα και του νεφρού (τμηματική ουρητηρεκτομή).
  2. Ενδοσκοπική θεραπεία: Σε μικρούς, χαμηλής επιθετικότητας καρκίνους, μπορούν να χρησιμοποιηθούν  ενδοσκοπικές επεμβάσεις με την μέθοδο της ουρητηροσκόπησης και της χρήσης laser για την αφαίρεση του καρκίνου
  3. Χημειοθεραπεία: Σε ορισμένες περιπτώσεις, η χημειοθεραπεία μπορεί να χρησιμοποιηθεί πριν ή μετά τη χειρουργική επέμβαση για να συρρικνώσει τους όγκους, να καταστρέψει τυχόν υπολειπόμενα καρκινικά κύτταρα ή να αποτρέψει την επανεμφάνιση του καρκίνου. Τα φάρμακα χημειοθεραπείας μπορούν να δοθούν συστηματικά (σε όλο το σώμα) ή απευθείας στην περιοχή επίδρασης (ενδοκυστική χημειοθεραπεία).
  4. Ακτινοθεραπεία: Η ακτινοθεραπεία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εναλλακτική λύση σε περιπτώσεις που δεν υπάρχει δυνατότητα για άλλη θεραπεία ή ως συμπληρωματική θεραπεία μετά τη χειρουργική επέμβαση. Ενέχει τη χρήση ακτινοβολίας υψηλής ενέργειας για να στοχεύσει και να καταστρέψει τα καρκινικά κύτταρα.
  5. Ανοσοθεραπεία: Οι φάρμακα ανοσοθεραπείας, όπως οι αναστολείς ανοσοαπόκρισης, μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε προχωρημένους ή μεταστατικούς καρκίννους. Αυτά τα φάρμακα λειτουργούν ενισχύοντας το ανοσοποιητικό σύστημα των ασθενών σε σχέση με τον καρκίνο.
  6. Επιλεγμένη θεραπεία: Ορισμένες περιπτώσεις UTUC μπορεί να παρουσιάζουν συγκεκριμένες γενετικές μεταλλάξεις που μπορούν να αντιμετωπιστούν με συγκεκριμένα φάρμακα. Η επιλεγμένη θεραπεία στοχεύει στην αναστολή της ανάπτυξης και εξάπλωσης των καρκινικών κυττάρων αποκλείοντας συγκεκριμένα μόρια που συμμετέχουν σε αυτήν.

Η επιλογή της θεραπείας εξαρτάται από την κατάσταση του ασθενούς και θα πρέπει να αποφασίζεται μετά από διεπιστημονικά συμβούλια (MDT meetings) με συμμετοχή ουρολόγων, ογκολόγων και ακτινοθεραπευτών, που μπορούν να αξιολογήσουν την κάθε περίπτωση και να προτείνουν τον πλέον κατάλληλο θεραπευτικό σχέδιο.

Ποια είναι η ενδοσκοπική αντιμετώπιση ουρηοθηλιακού καρκίνου ανωτέρου ουροποιητικού;

Παραδοσιακά, η θεραπεία του ουροθηλιακού καρκίνου ανωτέρου ουροποιητικού  περιλάμβανε ριζικές χειρουργικές επεμβάσεις, όπως η νεφρουρητερεκτομή, που περιλαμβάνει την αφαίρεση του νεφρού και του ουρητήρα. Ωστόσο, η εξέλιξη της ενδοσκοπικής χειρουργικής έχουν φέρει νέες προοπτικές στην θεραπευτική προσέγγιση, παρέχοντας λιγότερο επεμβατικές επιλογές σε κατάλληλους ασθενείς.

Οι ενδοσκοπικές τεχνικές για την αντιμετώπιση του ουροηθηλιακού καρκίνου ανωτέρου ουροποιητικού περιλαμβάνουν την ουρητηροσκόπηση και την διαδερμική χειρουργική.

  1. Ουρητηροσκόπηση: Η ουρητηροσκόπηση περιλαμβάνει την εισαγωγή ενός ευέλικτου ή σκληρού ενδοσκοπίου μέσω της ουρήθρας, της ουροδόχου κύστης και μέχρι τον ουρητήρα ή τη νεφρική πύελο. Το εργαλείο αυτό επιτρέπει την άμεση οπτικοποίηση του όγκου, την λήψη βιοψίας και τον καυτηριασμό του όγκου με laser.
  2. Διαδερμική χειρουργική: Αυτή η τεχνική περιλαμβάνει την εισαγωγή ενός νεφροσκοπίου απευθείας στο νεφρό μέσω μιας μικρής τομής στο δέρμα. Χρησιμοποιείται συνήθως για μεγαλύτερους ή πιο περίπλοκους όγκους. Χρησιμοποιώντας ειδικά εργαλεία, ο όγκος μπορεί να αφαιρεθεί ή να γίνει καυτηριασμός.

Οι ενδοσκοπικές τεχνικές προσφέρουν αρκετά πλεονεκτήματα σε σύγκριση με τη ριζική χειρουργική για τους ασθενείς με καρκίνο του ουρητήρα και της νεφρικής πυέλου.

Πρώτον, πρόκειται για μια επεμβατική προσέγγιση που διατηρεί τη νεφρική λειτουργία, καθώς επιτρέπει την αφαίρεση ή την καταστροφή του όγκου ενώ διατηρεί το υγιές νεφρικό ιστό. Αυτό είναι ιδιαίτερα ευεργετικό για ασθενείς με ένα νεφρό ή με ήδη επηρεασμένη νεφρική λειτουργία. Επιπλέον, οι ενδοσκοπικές επεμβάσεις συνδέονται με μειωμένη νοσηρότητα, μικρότερη διάρκεια νοσηλείας και ταχύτερη ανάρρωση σε σύγκριση με τις ριζικές επεμβάσεις.

Η επιτυχία της ενδοσκοπικής χειρουργικής για τον καρκίνο του ουρητήρα και της νεφρικής πυέλου εξαρτάται από πολλούς παράγοντες όπως το μέγεθος, η θέση και ο βαθμός επιθετικότητας του όγκου. Η ενδοσκοπική μέθοδος ενδείκνυται για όγκους χαμηλής επιθετικότητας, χαμηλού σταδίου. Οι πιο επιθετικοί καρκίνοι ή οι πιο προχωρημένοι όγκοι μπορεί να απαιτούν μια πολυτροπική προσέγγιση, συνδυάζοντας την ενδοσκοπική θεραπεία με συμπληρωματικές θεραπείες όπως η χημειοθεραπεία ή η ανοσοθεραπεία.

Η αποτελεσματικότητα της ενδοσκοπικής θεραπείας μετριέται από τα ποσοστά επανεμφάνισης του όγκου και τα μακροπρόθεσμα ογκολογικά αποτελέσματα. Μελέτες έχουν αναφέρει ευνοϊκά αποτελέσματα, συμπεριλαμβανομένων υψηλών ποσοστών ελέγχου της νόσου και αποδεκτών ποσοστών επανεμφάνισης, ειδικά για τους όγκους χαμηλής επιθετικότητας. Ωστόσο, είναι απαραίτητη η μακροπρόθεσμη παρακολούθηση και επιτήρηση για την ανίχνευση και διαχείριση οποιασδήποτε υποτροπής του καρκίνου.

Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι η ενδοσκοπική θεραπεία αποτελεί μια πολύτιμη εναλλακτική λύση στη χειρουργική θεραπεία επιλεγμένων περιπτώσεων καρκίνου του ουρητήρα και της νεφρικής πυέλου. Η ελάχιστα επεμβατική φύση της, η δυνατότητα διατήρησης της νεφρικής λειτουργίας και τα ευνοϊκά αποτελέσματά της την καθιστούν ελκυστική επιλογή για κατάλληλους ασθενείς. Ωστόσο, η σωστή επιλογή ασθενούς, η προσεκτική τεχνική και η μακροπρόθεσμη παρακολούθηση είναι ζωτικής σημασίας για επιτυχημένα αποτελέσματα. Καθώς η τεχνολογία εξελίσσεται,  οι προηγμένες ενδοσκοπικές τεχνικές αναμένεται να βελτιώσουν και να διευρύνουν τον ρόλο της ενδοσκοπικής χειρουργικής στη θεραπεία του ουρητήρα και της νεφρικής πυέλου.

Ποια είναι η πρόγνωση του ουροθηλιακού καρκίνου ανωτέρου ουροποιητικού;

Η πρόγνωση του oυροθηλιακού καρκίνου ανωτέρου ουροποιητικού εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένου του σταδίου και του βαθμού επιθετικότητας της νόσου, της θέσης και του μεγέθους του όγκου, της διήθησης των λεμφαδένων ή της παρουσίας απομακρυσμένων μεταστάσεων και γενικότερα της συνολικής υγείας του ασθενούς.

Γενικά, στα αρχικά στάδια ο ουροθηλιακός καρκίνος ανωτέρου ουροποιητικού έχει καλύτερη πρόγνωση σε σύγκριση με τις περιπτώσεις προχωρημένης νόσου.

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι ατομικές περιπτώσεις μπορεί να διαφέρουν και η πρόγνωση πρέπει να αναλύεται ανά περίπτωση βασισμένη σε συγκεκριμένες λεπτομέρειες της πάθησης του ασθενούς.

Οι θεραπευτικές επιλογές και η ανταπόκριση στην θεραπεία  επηρεάζουν επίσης σημαντικά την πρόγνωση και τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα.

Είναι πολύ σημαντικό οι ασθενείς που έχουν διαγνωσθεί με ουροθηλιακό καρκίνο ανωτέρου ουροποιητικού να συνεργάζονται στενά με την ομάδα των γιατρών  τους για να καθοριστεί το πιο κατάλληλο θεραπευτικό πλάνο και να υποβάλλονται σε τακτική παρακολούθηση για την παρακολούθηση επανεμφάνισης ή προόδου της νόσου.

Συνολικά, οι προηγμένες τεχνικές διάγνωσης και θεραπείας έχουν βελτιώσει την πρόγνωση των ασθενών με ουροθηλιακό καρκίνο ανωτέρου ουροποιητικού.

Ποια είναι η χειρουργική θεραπεία του ουροθηλιακού καρκίνου ανωτέρου ουροποιητικού;

Η χειρουργική θεραπεία του ουροθηλιακού καρκίνου του ανώτερου ουροποιητικού  περιλαμβάνει τις ακόλουθες επεμβάσεις ανάλογα με το στάδιο και την εκτάση του όγκου:

  1. Νεφρουρητερεκτομή : Αυτή είναι η πιο συνηθισμένη χειρουργική επέμβαση για τον καρκίνο του ουρητήρα και της νεφρικής πυέλου. Περιλαμβάνει την αφαίρεση του ουρητήρα, του νεφρού και των επιχώριων λεμφαδένων.
  2. Ουρητηρεκτομή : Αυτή η επέμβαση εφαρμόζεται όταν ο καρκίνος περιορίζεται στον ουρητήρα και δεν επεκτείνεται στο νεφρό. Κατά τη διάρκεια αυτής της επέμβασης, αφαιρείται μόνο το τμήμα του ουρητήρα που φέρει τον όγκο.

Η επιλογή της κάθε μεθόδου εξαρτάται από την κλιινική εκτίμηση του χειρουργού, τα ακτινολογικά ευρήματα και την έκταση του όγκου.

Όσο αφορά τις τεχνικές με τις οποίες μπορεί να γίνει η επέμβαση, αυτές περιλαμβάνουν την

  • ανοιχτή μέθοδο
  • λαπαροσκοπική μέθοδο
  • λαπαροσκοπική ρομποτικά υποβοηθούμενη μέθοδο