Λαπαροσκοπική Ουρητηρόλυση και Επικάλυψη Ουρητήρα με Επίπλουν

Τι είναι η οπισθοπεριτοναϊκή ίνωση;

Η οπισθοπεριτοναϊκή ίνωση είναι μια χρόνια φλεγμονώδη νόσο που χαρακτηρίζεται από φλεγμονώδεις διηθήσεις στην κοιλιακή χώρα οι οποίες μπορούν να αποφράξουν σημαντικά όργανα του σώματος όπως είναι μεγάλα αγγεία και οι ουρητήρες, τα σωληνάκια δηλαδή που μεταφέρουν τα ούρα από τα νεφρά στην ουροδόχο κύστη. Η κατάσταση αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική γιατί με τον καιρό μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της λειτουργίας του σύστοιχου νεφρού που όταν αφορά και τους δυο νεφρούς μπορεί να οδηγήσει σε νεφρική ανεπάρκεια.

Οι περισσότερες περιπτώσεις οπισθοπεριτοναικής ίνωσης είναι ιδιοπαθείς δηλαδή χωρίς κάποια αναγνωρισμένη αιτιολογία , ενώ άλλες μπορεί να είναι δευτερεύοντες και να οφείλονται σε λοιμώξεις, χειρουργικές επέμβασεις στην κοιλιακή χώρα, φάρμακα ή κάποιες κακοήθειες.

Διάγνωση οπισθοπεριτοναϊκής ίνωσης

Η διάγνωση της οπισθοπεριτοναικής ίνωσης απαιτεί υψηλό δείκτη υποψίας λόγω του σπάνιου χαρακτήρα της νόσου, της άτυπης κλινικής της εικόνας και των γενικών συμπτωμάτων με τα οποία παρουσιάζεται που περιλαμβάνουν τον πυρετό, την απώλεια βάρους, την ανορεξία και άλλα. Σε περιπτώσεις που προκαλείται απόφραξη του ουρητήρα μπορεί να.παρουσιαστεί κωλικός του νεφρού ενώ σε περιπτώσεις απόφραξης των αγγείων των κάτω άκρων μπορεί να εμφανιστεί οίδημα κάτω άκρων και επεισόδια θρόμβωσης.

Η ουρητηρική απόφραξη αποτελεί το σήμα κατατεθέν αυτής της ασθένειας και είναι κύρια αιτία χειρουργικής αντιμετώπισης της νόσου.

Σήμερα, για την διάγνωση της νόσου χρησιμοποιείται κυρίως η αξονική και η μαγνητική τομογραφία μέσω των οποίων διαπιστώνεται τόσο η παρουσία της νόσου όσο και η έκταση και η επίπτωση αυτής στις παρακείμενες ανατομικές δομές.

Φαρμακευτική θεραπεία οπισθοπεριτοναϊκής ίνωσης

Η θεραπεία της οπισθοπεριτοναικής ίνωσης με ουρητηρική απόφραξη είναι φαρμακευτική και χειρουργική. Στόχος της φαρμακευτικής θεραπείας είναι η διατήρηση της νεφρικής λειτουργίας και η ανακούφιση των συμπτωμάτων που προέρχονται από τη συμμετοχή άλλων οργάνων. Χρησιμοποιούνται κυρίως κορτικοστεροειδή και διάφορα άλλα ανοσοκατασταλτικά φάρμακα.

Πότε εφαρμόζεται χειρουργική θεραπεία οπισθοπεριτοναϊκής ίνωσης;

Η χειρουργική θεραπεία εφαρμόζεται σε περιπτώσεις που είτε δεν παρατηρείται ανταπόκριση στην φαρμακευτική αγωγή ή παρουσιάζεται σοβαρή απόφραξη του ουρητήρα.

Η χειρουργική θεραπεία δεν αποτρέπει ούτε την υποτροπή, ούτε την εξέλιξη της νόσου και δεν έχει καμία ουσιαστική επίδραση στην συστηματική εκδήλωση της νόσου. Η αρχική χειρουργική θεραπεία είναι ενδοσκοπική και συνίσταται στην παράκαμψη της απόφραξης με την χρήση ουρητηρικών αυτοσυγκρατούμενων καθετήρων, γνωστών και ως pigtails.

Σε περιπτώσεις όμως που οι φαρμακευτικές θεραπείες δεν έχουν πλήρη ανταπόκριση και η ουρητηρική απόφραξη παραμένει, συνιστάται η χειρουργική αντιμετώπιση με μια επέμβαση που ονομάζεται ουρητηρόλυση.

Σκοπός της επέμβασης δεν είναι η θεραπεία της οπισθοπεριτοναικής ίνωσης, αλλά η άρση της απόφραξης ως αποτέλεσμα της ίνωσης. Η ουρητηρόλυση ως επέμβαση έγκειται στην απελευθέρωση του ουρητήρα από την ινώδη μάζα στην οποία ανευρίσκεται. Για την μείωση της πιθανότητας υποτροπής, ο ουρητήρας στην συνέχεια «περιτυλίγεται» από επίπλουν (“omental wrap”).

Λαπαροσκοπική ουρητηρόλυση – Αντιμετώπιση οπισθοπεριτοναϊκής ίνωσης

Η πρώτη επέμβαση ουρητηρόλυσης πραγματοποιήθηκε το 1992 από τον Kavoussi o οποίος και ουσιαστικά απέδειξε την αποτελεσματικότητα της μεθόδου. Σχετικά πρόσφατα, το 2006 οι Mufarrij και Stifelman περιέγραψαν την πρώτη λαπαροσκοπική ουρητηρόλυση αναδεικνύοντας τα πλεονεκτήματα της ελάχιστα επεμβατικής μεθόδου όπως είναι ο μικρότερος μετεγχειρητικός πόνος, η μικρότερη απώλεια αίματος, η ταχύτερη ανάρρωση και επιστροφή στις φυσιολογικές δραστηριότητες.

Λόγω του σπάνιου χαρακτήρα της νόσου, η λαπαροσκοπική ουρητηρόλυση αποτελεί πάντα μια σπάνια επέμβαση ενώ ακόμα και τα μεγαλύτερα νοσοκομεία του κόσμου έχουν παρουσιάσει σχετικά μικρό αριθμό περιπτώσεων.

Η δυσκολία της επέμβασης έγκειται στο γεγονός ότι συνήθως η απόφραξη του ουρητήρα οφείλεται σε φλεγμονώδεις μάζες που εφάπτονται μεγάλων αγγείων του σώματος καθιστώντας την επέμβαση ιδιαίτερα επικίνδυνη για κάποια σημαντική αγγειακή επιπλοκή ενώ λόγων της έντονης φλεγμονής, δεν είναι δυνατόν να αναγνωριστούν εύκολα οι σημαντικές ανατομικές και τα χειρουργικά πλάνα για την εύκολη έκβαση της επέμβασης.